ἤλεκτρος

ἤλεκτρος
ἤλεκτρον
amber
fem nom sg
ἤλεκτρον
amber
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век …   Википедия

  • илектр — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. ст. слав.  (греч. ἤλεκτρος) особого рода… …   Словарь церковнославянского языка

  • ELECTRUM — Graecis Ἤλεκτρον, vox est ἐκ τῶ πολλὰ σημαινουσῶν. Apud Aristophan. enim Equit. Ἐκπιπτουσῶν τῶ ἠλεκτρων, καὶ τȏυ τόνου οὐκέτ᾿ ενόντος, Ἤλεκτραclavi sunt ex electro, quibus muniebantur pedes lectorum. Electrum enim spuma auri seu purgamentum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RIPHAEI — montes. Ρ῾ιπὴ Graecis impetus est, unde dicti Riphaei vel Rhipaei montes Scythiae a ventis inde cum impetu flantibus. Dalechampius in notis ad Plinium, l. 5. c. 27. ubi fit mentio horum montium: Fallitur (inquit) Plinius, nulli enim exsistunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… …   Dictionary of Greek

  • αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ηδυφαής — ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, ές (Α) αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο φαής, παμ φαής] …   Dictionary of Greek

  • ηλέκτωρ — ἠλέκτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. (για τον ήλιο) λαμπερός, ακτινοβόλος 2. η φωτιά, το πυρ, ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία 3. (αντί αλέκτωρ ή άλεκτρος) α) άγαμος, ανύπαντρος β) άυπνος, ακοίμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Θεωρείται ΙΕ προέλευσης λ.,… …   Dictionary of Greek

  • χρυσήλεκτρος — ὁ, ἡ, πιθ. και τ. ουδ. χρυσήλεκτρον, τὸ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἤλεκτρον / ἤλεκτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”